τράτο

τράτο
το, και τράτος, ο, Ν
1. διάστημα, τοπικό ή χρονικό, επαρκές για μια πράξη (α. «δεν έχω τράτο να τόν περιμένω» β. «το παράθυρο έχει τράτο από την κάσα, αλλά δεν κλείνει»)
2. συνεκδ. φόρα, ορμή («πήρε τράτο και πήδησε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tratto «χρονικό διάστημα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τράτο — τράτο, το και τράτας, ο (λ. ιταλ.) 1. διάστημα τοπικό ή χρονικό αρκετό για κάποια πράξη, περιθώριο: Δεν έχει τράτο το κρεβάτι να κοιμηθούν δύο. – Έχει τράτο να διαβάσει για τις εξετάσεις. 2. φόρα, ορμή: Πήρε τράτο και πήδησε τον τοίχο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιθώριο — το 1. άγραφο μέρος στην άκρη σελίδας βιβλίου ή εντύπου: Το περιθώριο της σελίδας είναι μικρό. 2. κάθε ελεύθερο ή άδειο διάστημα γύρω από μια επιφάνεια, πλαίσιο: Περιθώριο της κορνίζας. 3. μτφ., η ελευθερία για δράση ή κίνηση ανάμεσα σε όρια,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”