- τράτο
- το, και τράτος, ο, Ν1. διάστημα, τοπικό ή χρονικό, επαρκές για μια πράξη (α. «δεν έχω τράτο να τόν περιμένω» β. «το παράθυρο έχει τράτο από την κάσα, αλλά δεν κλείνει»)2. συνεκδ. φόρα, ορμή («πήρε τράτο και πήδησε»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tratto «χρονικό διάστημα»].
Dictionary of Greek. 2013.